- ακροστασία
- ηγυμναστική άσκηση κατά την οποία το σώμα υψώνεται σιγά, ενώ στηρίζεται στα δάχτυλα των ποδιών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακροστασία — η (Γυμναστ.) στάση, κατά την οποία το σώμα ανυψώνεται με αργό ρυθμό στηριζόμενο στα δάχτυλα τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + στάσις < ίστημι «στέκομαι»] … Dictionary of Greek
ημιόκλαση — η (γυμναστ.) κάμψη τών γονάτων από την ακροστασία, ώσπου να σχηματιστεί ορθή γωνία από τον μηρό και την κνήμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + όκλαση (< οκλάζω «κάθομαι στα γόνατα, κάμπτω τα γόνατα»] … Dictionary of Greek